ανδρογόνα

ανδρογόνα
Στεροειδείς ορμόνες. Οι σπουδαιότερες είναι η τεστοστερόνηκαι η ανδροστενδιόνη που παράγονται στους όρχεις. Η ανδροστενδιόνη και το παράγωγό της 11-υδροξυανδροστενδιόνη εκκρίνονται επίσης από τον φλοιό των επινεφριδίων, τόσο των αρσενικών όσο και των θηλυκών ατόμων. Πρώτη ύλη για την παραγωγή των α. είναι η χοληστερόλη. Οι όρχεις ενός ενήλικου άντρα εκκρίνουν 4-9 mg α. την ημέρα. Το ποσό αυτό μειώνεται λίγο με την ηλικία. Στο αίμα των γυναικών η συγκέντρωση των α. είναι περίπου είκοσι φορές μικρότερη απ’ ό,τι στο αίμα των αντρών. Τα α. στο πλάσμα του αίματος βρίσκονται στο μεγαλύτερό τους ποσοστό ενωμένα με ειδικές πρωτεΐνες. Καταβολίζονται κυρίως στο συκώτι όπου μετατρέπονται σε ανδροστερόνη, επιανδροστερόνη και εθιοχολανολόνη. Οι ενώσεις αυτές αποβάλλονται με τα ούρα. Η ανδροστερόνη, που είναι αρκετά δραστική, είναι το πρώτο α. που παρασκευάστηκε συνθετικά. Τα α. ελέγχουν την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων των αρσενικών ατόμων. Ελέγχουν επίσης την ανάπτυξη των δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών (τριχοφυΐα, ανάπτυξη φωνητικών χορδών, διαμόρφωση σώματος κλπ.) κατά την εφηβεία. Στα ενήλικα άτομα η δράση τους ρυθμίζει την ωρίμανση των σπερματοζωαρίων και κυρίως τη λειτουργία διαφόρων αδένων του γεννητικού συστήματος (προστάτης κλπ.). Τα α. ασκούν επίσης και γενικότερη επίδραση στον μεταβολισμό, γιατί διεγείρουν την πρωτεϊνική σύνθεση. Η υπερέκκρισή τους σε παθολογικές καταστάσεις, που οφείλεται σε υπερλειτουργία των επινεφριδίων, προκαλεί αρρενοποίηση σε γυναίκες και πρόωρη αρρενοποίηση σε μικρά αγόρια. Υπερέκκριση α. από τους όρχεις παρατηρείται σπάνια σε περιπτώσεις όγκων στους όρχεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανδρογόνος — ο (Α ἀνδρογόνος, ον) νεοελλ. βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση β) (βιοχ. φαρμ.) χημικές ενώσεις… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • χοληστερίνη — Πολυκυκλική αλκοόλη με φυσικοχημικά χαρακτηριστικά λιπαρής ουσίας· η χημική της δομή περιλαμβάνει ένα βασικό πυρήνα, το στεράνιο, που είναι κοινός και για τη βιταμίνη D, τις ορμόνες των επινεφριδίων, τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα χολικά οξέα …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”